περμανάντ

περμανάντ
η άκλ. перманент

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "περμανάντ" в других словарях:

  • περμανάντ — το και η, Ν κατσάρωμα τών μαλλιών με χημικές ουσίες και θερμική κατεργασία, που διατηρείται για πολύ καιρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. permanente (ondulation) «διαρκής κυματισμός, κατσάρωμα τών μαλλιών μεγάλης διάρκειας»] …   Dictionary of Greek

  • κόμμωση — Καλλωπιστικό χτένισμα του κεφαλιού. Η ποικιλία των κ. οφείλεται –εκτός από τη διαφορά των φύλων– σε πολλούς παράγοντες, σημαντικότερος από τους οποίους είναι ο πολιτιστικός. Ιστορία. Ακριβείς μαρτυρίες για τις παλαιότερες εποχές μάς προσφέρουν τα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»